- ᾔσθοντο
- αἰσθάνομαιperceiveaor ind mid 3rd plαἰσθάνομαιperceiveimperf ind mp 3rd pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤσθοντο — ἔσθω eat imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤισθοντ' — ᾔσθοντο , αἰσθάνομαι perceive aor ind mid 3rd pl ᾔσθοντο , αἰσθάνομαι perceive imperf ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤισθοντο — ᾔσθοντο , αἰσθάνομαι perceive aor ind mid 3rd pl ᾔσθοντο , αἰσθάνομαι perceive imperf ind mp 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ощоутити — ОЩОУ|ТИТИ (12), ЧОУ ( ЩОУ), ТИТЬ гл. 1. Ощутить, почувствовать: ничьсоже ѥже паче вьсего иного творѧщемъ. дънъдеже ѹбо. грѣхъ ощютѧть. (ἕως ἄν… αἴσϑωνται) КЕ XII, 261б; чювьствьно же ощютѧть. бывъшеѥ въ тъ часъ. (εἰ… αἴσϑωνται) Там же, 263а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιπάρειμι — (I) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1. είμαι επίσης παρών («ὡς ἤσθοντο καὶ τοὺς μετά Ἀριστέως ἐπιπαρόντας», Θουκ.) 2. παρευρίσκομαι κάπου («οὐκ ἄνευ θεοῡ τινος ἡμῑν ἐπιπαρών», Λουκιαν.) 3. αστρολ. κατέχω μια θέση. (II) ἐπιπάρειμι (Α) [πάρειμι] 1.… … Dictionary of Greek
μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… … Dictionary of Greek
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek